κότερο

κότερο
το
(λ. ιταλ.)
1. είδος ελαφρού ιστιοφόρου κατάλληλου για ιστιοπλοϊκούς αγώνες.
2. μικρό ιδιωτικό πλοίο κατάλληλο για εκδρομές, γιοτ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοτερό — Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός. * * * το συν. στον πληθ. το σύνολο τών πουλερικών, τα πουλερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ερό (πρβλ. καματ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • κότερο — Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός. * * * το ιδιωτικό σκάφος για ταξίδια αναψυχής που κινείται με ιστία ή με μηχανή ή και με τους δύο τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotero < αγγλ. cutter < μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κοττερό — το βλ. κοτερό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”